κλήρινγκ

κλήρινγκ
Βλ. λ. κλίρινγκ.
* * *
το
(οικον.) σύστημα εξόφλησης μεταξύ κρατών, μέσω τών τραπεζών, με τον αμοιβαίο συμψηφισμό τών απαιτήσεων και τών οφειλών και την καταβολή σε συνάλλαγμα μόνον τής διαφοράς που προκύπτει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. clearing < μσν. αγγλ. clering < γερούνδ. τού cleren «εκκαθαρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”